κλίμα

κλίμα
Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων, δηλαδή της έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας, της θερμοκρασίας του αέρα και της επιφάνειας του εδάφους, των ανέμων, της σχετικής και της απόλυτης υγρασίας, της νέφωσης, της βροχής, του ιονισμού κ.ά. Για να προσδιοριστεί το κ. μιας περιοχής ή, απλούστερα, να διαπιστωθούν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του κατά τις διάφορες περιόδους του έτους, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μόνο τα αποτελέσματα συνεχών και μακροχρόνιων παρατηρήσεων μπορούν να σκιαγραφήσουν την κλιματική φυσιογνωμία αυτής της περιοχής, επειδή, εξαιτίας του πλήθους των στοιχείων που επεμβαίνουν με αμοιβαίες επιδράσεις, υφίστανται επιτόπου σχετικά ταχείες μεταβολές, των οποίων οι απώτερες αιτίες αναζητούνται στον χώρο της μεγάλης αέριας μάζας που περιβάλλει τη Γη. Στον χαρακτηρισμό του κ. μιας περιοχής συμβάλλουν ακόμα και άλλοι παράγοντες, καθαρά τοπικοί, όπως είναι το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο, η θέση σχετικά με τις υδάτινες μάζες, η μορφολογία του εδάφους κ.ά. Η επίδρασή τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι αναγκαίες ενέργειες για τον σχηματισμό και την ανάπτυξη των ατμοσφαιρικών φαινομένων, από τα οποία εξαρτάται το κ., έχουν πρωταρχική πηγή τις ακτινοβολίες του Ήλιου. Η θερμότητά του προκαλεί κινήσεις μεταφοράς του αέρα, με επακόλουθο τη μεταβολή της πίεσης, την εξάτμιση υδάτινων εκτάσεων, τη θέρμανση διαφόρων τόπων της Γης κλπ. Η συνολική κατάσταση του κ. της Γης αλλά και η κατανομή των διαφόρων κ. στην επιφάνειά της έχουν υποστεί κατά τις διάφορες γεωλογικές περιόδους (αλγκόνκιο, πέρμιο, πλειστόκαινο) σημαντικές μεταβολές, που οφείλονται κυρίως σε αστρονομικές αιτίες. Έτσι, συνέβη μια εναλλαγή μεταξύ θερμών και παγερών κ., τα οποία διαφέρουν ποικιλοτρόπως. Οι ίδιοι οι πόλοι της Γης έχουν αλλάξει θέση, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν ακόμα και περιοχές πολύ θερμές σήμερα, όπως ακριβώς έχει μεταβληθεί η ζώνη του ισημερινού. Οι συνέπειες αυτών των μεταβολών αφορούν τη χλωρίδα, την πανίδα, τις υδάτινες εκτάσεις και το ανάγλυφο του εδάφους, δηλαδή το γεωγραφικό τοπίο. Τέλος, υπάρχουν και κυκλικές κλιματικές μεταβολές λιγότερο ριζικές, με περιόδους μίας ή περισσότερων πενταετιών, που διαπιστώνονται πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Στις ημέρες μας, για παράδειγμα, η οπισθοδρόμηση του μεγαλύτερου μέρους των πάγων στην επιφάνεια της Γης σημαίνει, μεταξύ άλλων, γενική αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ τα κ. παρουσιάζουν τάση αύξησης του ηπειρωτικού χαρακτήρα τους, με πιο αισθητό ετήσιο θερμομετρικό εύρος και γενική σαφή μείωση των κατακρημνισμάτων. Το κ., πράγματι, δεν συντελεί μόνο στο να καταστεί το περιβάλλον περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό για τους διάφορους φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς, αλλά επιδρά και στη μορφολογία του εδάφους, επειδή από αυτό εξαρτάται η ένταση και το είδος των εξωγενών δυνάμεων (ηλιακή ακτινοβολία, βροχή, χιόνι, άνεμοι κλπ.), που υποβιβάζουν τον μανδύα της λιθόσφαιρας. Ήδη από τα αρχαία χρόνια είχαν πραγματοποιηθεί κλιματολογικές μελέτες. Βασίζονταν όμως σε τυχαίες και εμπειρικές παρατηρήσεις ή σε δεισιδαιμονικές, θρησκευτικές ή μυθολογικές δοξασίες. Η κλιματολογία, ως πραγματική επιστήμη, ανάγεται στον 19ο αι. και βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης. Ανάμεσα στις πολυάριθμες προσπάθειες ταξινόμησης των κυριότερων τύπων κ. της Γης, αναφέρονται οι –κλασικές πλέον– του Εμανουέλ ντε Μαρτόν και του Βλαντιμίρ Κέπεν, τις οποίες λαμβάνει υπόψη και η ταξινόμηση του Τρεβάρτα. Οι κυριότεροι τύποι κ. είναι οι εξής: τροπικά υγρά ξηρά κ. Τα κ. αυτά,με μέσες θερμοκρασίες του ψυχρότερου μήνα όχι κατώτερες από +18°C, διακρίνονται στη βροχερή ισημερινή ζώνη, με βροχές σε όλες τις εποχές του έτους και με μέσα ετήσια ύψη βροχής 3.000-4.000 χιλιοστά, και στην πλησίον του ισημερινού ή τροπική ζώνη, με δύο εποχές βροχών, οι οποίες αντιστοιχούν στις δύο ζενιθιακές θέσεις του Ήλιου. ξηρά κ. Τα κ. αυτά (με ποσότητα βροχοπτώσεων κατώτερη της εξάτμισης) διακρίνονται σε ημιάνυδρα ή των στεπών (τόσο των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, όπου εμφανίζεται μόνο μία βροχερή εποχή, όσο και εκείνων των εύκρατων ηπειρωτικών με μέτριες θερινές βροχοπτώσεις) και σε άνυδρα ή των ερήμων (τόσο των τροπικών ή υποτροπικών περιοχών όσο και εκείνων των εύκρατων ηπειρωτικών όπου υπάρχει σχεδόν απόλυτη ξηρασία). υγρά μεσοθερμικά κ. Διακρίνονται(με μέσες θερμοκρασίες του ψυχρότερου μήνα που περιλαμβάνονται μεταξύ 0°C και +18°C) σε υποτροπικά με ξηρό καλοκαίρι ή μεσογειακά με βροχοπτώσεις κυρίως τον χειμώνα· σε υγρά υποτροπικά με βροχές σε όλη τη διάρκεια του έτους· και σε θαλάσσια με κατακρημνίσματα στη διάρκεια όλων των εποχών, αλλά με μέγιστα ποσά κατά τον χειμώνα. υγρά μικροθερμικά κ. Διακρίνονται (με μέσες θερμοκρασίες του ψυχρότερου μήνα κατώτερες του 0°C) σε υγρά ηπειρωτικά, με θερμό καλοκαίρι και βροχοπτώσεις σε κάθε εποχή (άφθονες το καλοκαίρι) και χιόνια τον χειμώνα (μέση θερμοκρασία του θερμότερου μήνα άνω των +22°C)· σε ηπειρωτικά υγρά, με δροσερό καλοκαίρι και κατακρημνίσεις, αλλά με μεγαλύτερη διάρκεια χιονιού, και σε υποαρκτικά με πενιχρές βροχοπτώσεις. πολικά κ. Τα κ. αυτά (θερμοκρασίες του θερμότερου μήνα κατώτερες από +10°C) διακρίνονται σε υποπολικά ή της τούνδρας, με μέτριες βροχοπτώσεις και επιφανειακές τήξεις των πάγων κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι, και σε εκείνα των παγωμένων στρωμάτων, που είναι όμοια με τα προηγούμενα, αλλά δριμύτερα, με σχεδόν ασήμαντες τήξεις πάγων. Ελαιώνας στην Αγία Τριάδα Κρήτης (κλίμα υγρό, μεσοθερμικό, μεσογειακού τύπου). Άποψη των Ερτσγκεμπίργκε στη Γερμανία (κλίμα υγρό, μικροθερμικό, ηπειρωτικού τύπου). Σαβάνα στο Ντελέ, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (κλίμα τροπικό). Πάγοι που επιπλέουν στη θάλασσα κοντά στις καναδικές ακτές (κλίμα πολικό). Όαση στην Ντουζ της Τυνησίας (κλίμα ξηρό).
* * *
το (AM κλίμα και κλῖμα, -τος) [κλίνω]
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) το σύνολο τών μετεωρολογικών φαινομένων τα οποία κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου χαρακτηρίζουν τη μέση κατάσταση τής ατμόσφαιρας και τη μεταβολή της σε έναν δεδομένο τόπο
2. μτφ. το σύνολο τών περιστατικών τα οποία συνιστούν το φυσικό ή ηθικό περιβάλλον ενός τόπου ή μιας περιόδου («δεν μέ ευνόησε το κλίμα τής συγκέντρωσης για να συζητήσω το θέμα»)
3. εκκλ. μεγάλη περιφέρεια που αποτελεί ξεχωριστή εκκλησιαστική διοίκηση («το κλίμα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου»)
μσν.
λύγισμα, κάμψη, σκύψιμο
μσν.-αρχ.
1. τόπος, περιοχή, χώρα
2. συνοικία, διαμέρισμα πόλης
3. διεύθυνση, σημείο τού ορίζοντα («ἔστι μὲν γὰρ δέξασθαι τὰ τέτταρα κλίματα», Στράβ.)
αρχ.
1. η προς τα κάτω βαθμιαία κλίση τού εδάφους, η κατωφέρεια («ἡ... πόλις τῷ μὲν ὅλῳ κλίματι τέτραπται πρός ἄρκτους», Πολ.)
2. αστρον. (για τον κόσμο) η επικλινής θέση
3. η απόκλιση τής γης από τον ισημερινό προς τους πόλους, η γεωγραφική θέση ενός τόπου σε αναφορά με την απόκλισή του προς τους πόλους, η κλίση ενός τόπου προς ένα από τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα, μέρος τής γης, ζώνη, γεωγραφική θέση («τοῖς δὲ πρὸς μεσημβρίαν κλίμασι καθήκει πρός τε τὴν Μεσοποταμίαν», Πολ.)
4. επτά ζώνες γεωγραφικού πλάτους στην οικουμένη στις οποίες η μεγαλύτερη ημέρα διαφέρει κατά μισή ώρα σε διάστημα 13 μέχρι 16 ωρών
5. επτά αστρολογικές ζώνες που αντιστοιχούν στις υπ' αριθ. 3 έως 6 από τις ανωτέρω επτά ζώνες γεωγραφικού πλάτους
6. μτφ. ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον ή προς κάτι, κλίση, συμπάθεια
7. πτώση, χαμός, όλεθρος, θάνατος
8. γραμμ. κλιτός τύπος
9. (κατά τον Ησύχ.) υπόδημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίμα — inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμα — το, ατος το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ έναν τόπο και αποτελούν τη μέση ατμοσφαιρική κατάστασή του: Το κλίμα είναι ορεινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσογειακό κλίμα — Ειδικός τύπος κλίματος, που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια, ποικίλης διάρκειας, και ψυχρούς και υγρούς χειμώνες· οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν υψηλή διακύμανση από χρόνο σε χρόνο, ενώ η ηλιακή ακτινοβολία είναι έντονη, ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • κλίμ' — κλίμα , κλίμα inclination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιματίζω — [κλίμα] εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες …   Dictionary of Greek

  • κλιμάτεσσι — κλίμα inclination neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάτων — κλίμα inclination neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασι — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμασιν — κλίμα inclination neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίματα — κλίμα inclination neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”